τζάκετ (το): [ακλ.] κοντό χειμωνιάτικο πανοφώρι για άνδρες και γυναίκες: κολεγιακό / στρατιωτικό / ποδηλατικό.
[ΕΤΥΜ.: αγγλ. jacket, γαλλ. jaquette, αρχική σημ. "ένδυμα χωρικού", κυρ. όν. Jacques ως προσωνύμιο χωρικών]

Σελίδα 1 από 3