γιλέκο κ. γελέκο (το) ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα χωρίς μανίκια, με μήκος μέχρι το ύψος της μέσης, που συνήθως κουμπώνει μπροστά.
[ΕΤΥΜ.: ισπ. jileco, τουρκ. yelek]